- μασορίτες
- οι [μασόρα]λόγιοι Ιουδαίοι οι οποίοι ανέλαβαν την κριτική εργασία πάνω στο πρωτότυπο κείμενο τής Παλαιάς Διαθήκης, εργασία που περατώθηκε κατά τον 9ο αιώνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασόρα — η 1. η κριτική εργασία πάνω στο εβραϊκό πρωτότυπο κείμενο τής Παλαιάς Διαθήκης που ανέλαβαν και περάτωσαν μέχρι τον 9ο μ.Χ. αιώνα οι μασορίτες και που αναφέρεται στην αρίθμηση τών στίχων, τών λέξεων και τών γραμμάτων, στον φωνηεντισμό τού… … Dictionary of Greek
μασοριτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μασόρα ή στους μασορίτες 2. φρ. «μασοριτικό κείμενο» το κείμενο τής Παλαιάς Διαθήκης όπως εμφανίζεται μετά την κριτική εργασία τών μασοριτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασορίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Λαζ … Dictionary of Greek
Ιεχωβά — Το πιο επίσημο όνομα του θεού του Ισραήλ, το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ακούστηκε από τον Θεό (διαμέσου του Μωυσή) στο όραμα της «καιόμενης βάτου» στο Χωρήβ (Έξοδ. γ’ 13). Όταν ο Μωυσής στάλθηκε από τον… … Dictionary of Greek